- στάζοντας
- στάζωdroppres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποστάζω — ἐναποστάζω (AM) 1. στάζω κάτι 2. στάζω μέσα σε κάτι, γεμίζω κάτι στάζοντας, με σταλαγματιές, με στάλες 3. μτφ. σταλάζω, διοχετεύω σιγά σιγά κάτι, ενσταλάζω («μέλος τοῑς ὠσὶν ἐναποστάζειν τῶν ἀκροατῶν», Φώτ.) … Dictionary of Greek
Ερνστ, Μαξ — (Μαχ Ernst, Κολονία 1891 – Παρίσι 1976). Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του έλαβε μέρος στην κίνηση Νταντά και το 1919 εξέθεσε με την ομάδα FaTaGaGa (Fabrication Tableaux Garantis Gazόmetriques) τα κολάζ του, συνθέσεις … Dictionary of Greek